- επιτευκτός
- -ή, -ό [επιτυγχάνω]κατορθωτός, πραγματοποιήσιμος, εφικτός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επιτευκτικός — ἐπιτευκτικός, ή, όν (Α) [επιτευκτός] 1. ικανός να πετυχαίνει ό,τι επιδιώκει («ἡ δὲ εὐβουλία ἕξις... ἡ ἐπιτευκτικὴ τῶν ἐν τοῑς πρακτοῑς βελτίστων», Αριστοτ.) 2. απόλ. επιτυχής, αποτελεσματικός («πάντας εἰς αληθινὴν ἄσκησιν καὶ ζῆλον ἐπιτευκτικόν… … Dictionary of Greek
επιτευξία — ἐπιτευξία, ἡ (Μ) [επιτευκτός] επίτευξη* … Dictionary of Greek
ευεπίτευκτος — η, ο (Α εὐεπίτευκτος, ον) αυτός που επιτυγχάνεται εύκολα, ο κατορθωτός αρχ. 1. αυτός που επιτυγχάνει εύκολα τον σκοπό του 2. ο πρόσφορος, ο κατάλληλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + *επι τευκτός (< επι τυγχάνω), πρβλ. αν επί τευκτος, δυσ επίτευκτος] … Dictionary of Greek
περίβλητος — ον, ΜΑ [περιβάλλω] μσν. (για την ακροβυστία) αυτός που περιβάλλει, που βρίσκεται γύρω από κάτι αρχ. αυτός που μπορεί να αποκτηθεί, να κερδηθεί, ο επιτευκτός, ο εφικτός … Dictionary of Greek